ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ

Η ζωγραφική των κρητικών εικόνων ως την Άλωση του Χάνδακα


Οι μεγάλοι ζωγράφοι του 15ου αιώνα συνέβαλαν καθοριστικά στη διαμόρφωση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της κρητικής ζωγραφικής φορητών εικόνων. Τα πρότυπά τους ακολούθησαν οι επόμενες γενιές. Στο β΄ μισό του 15ου αιώνα κυριάρχησε η καλλιτεχνική φυσιογνωμία του Ανδρέα Ρίτζου, που επηρεάστηκε ισχυρά από τη ζωγραφική του Αγγέλου. Αξιόλογοι ζωγράφοι υπήρξαν επίσης ο Ανδρέας Παβίας, ο Νικόλαος Τζαφούρης και ο Νικόλαος Ρίτζος, γιός του Ανδρέα. Τα έργα τους εμπνέονται από την όψιμη παλαιολόγεια τέχνη, στην οποία συχνά ενσωματώνουν επιλεκτικά στοιχεία της ιταλικής τέχνης του 14ου - 15ου αιώνα, δημιουργικά αφομοιωμένα.

Η μεγάλη διάδοση των φορητών εικόνων και η φήμη των κρητικών ζωγράφων οδήγησε σε σημαντική αύξηση της ζήτησης των έργων τους. Οι μαΐστορες του Χάνδακα ξεπερνούσαν τους εκατό και ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες. Στους παραγγελιοδότες τους συγκαταλέγονται τα μεγάλα ορθόδοξα μοναστήρια, από το Σινά ως την Πάτμο, αλλά επίσης ευγενείς και εύποροι αστοί, καθολικοί και ορθόδοξοι. Ανάλογα με το δόγμα και τις καλλιτεχνικές προτιμήσεις των παραγγελιοδοτών παρήγαγαν έργα σύμφωνα με τη βυζαντινή (maniera byzantina) ή την ιταλική τεχνοτροπία (maniera italiana). Η ιδιαίτερη διάδοση των φορητών εικόνων συνέβαλε στο σταδιακό παραγκωνισμό της τοιχογραφίας, η οποία είχε απολέσει την πηγή των καλλιτεχνικών της επιρροών μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης.

Από τους ζωγράφους του 16ου αιώνα ο Θεοφάνης και ο Ευφρόσυνος συνεχίζουν ν’ αναπαράγουν τα πρότυπα του Αγγέλου. Μέσα στο υψηλό καλλιτεχνικό περιβάλλον του Χάνδακα θα γαλουχηθεί ένας ζωγράφος παγκόσμιας ακτινοβολίας, ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος ή El Greco. Τα ελάχιστα σωζόμενα έργα της πρώιμης καλλιτεχνικής του περιόδου στην Κρήτη, όπως η Κοίμηση της Σύρου και ο Όσιος Λουκάς που ζωγραφίζει την Παναγία μαρτυρούν την επιβίωση των προτύπων του Αγγέλου στο β΄ μισό του 16ου αιώνα.

Η επιρροή αυτή επεκτάθηκε στους περισσότερους ζωγράφους του β΄ μισού του 16ου αιώνα. Ωστόσο, δυο κορυφαίοι και πληθωρικοί ζωγράφοι του αιώνα, ο Γεώργιος Κλώντζας και ο Μιχαήλ Δαμασκηνός, ισχυρά επηρεασμένοι από τα ρεύματα του ιταλικού μανιερισμού, αποφάσισαν να πειραματιστούν σε πάνω σε νέους τρόπους απόδοσης των θρησκευτικών θεμάτων, που προσεγγίζουν με σαφήνεια τη δυτική αναγεννησιακή ζωγραφική.

Γύρω στο 1600 οι κρητικοί ζωγράφοι επιστρέφουν εκ νέου σε πρότυπα του 15ου αιώνα. Οι ιταλικές επιρροές είναι περιορισμένες και τα δυτικότροπα μοτίβα ανάγονται σε βυζαντινά σχήματα. Η τεχνική των εικόνων παραμένει υψηλού επιπέδου, αλλά γίνεται ψυχρότερη. Εκείνη την περίοδο ξεχωρίζουν ο Ιερεμίας Παλλαδάς και δυο ζωγράφοι που υπογράφουν με το όνομα Εμμανουήλ Λαμπάρδος και έχουν πιθανότατα κοινή οικογενειακή καταγωγή με χρονολογική μεταξύ τους διαφορά (από το β΄ μισό του 16ου ως το β΄ μισό του 17ου αιώνα). Οι πιο αξιόλογοι ζωγράφοι της εποχής είναι ο Εμμανουήλ Τζάνε Μπουνιαλής, λόγιος ιερωμένος από το Ρέθυμνο (1610-1690) και Θεόδωρος Πουλάκης από τα Χανιά (1622-1692). Ο εκπληκτικός αυτός μικρογράφος συγχωνεύει τις σύγχρονές του δυτικές επιδράσεις με επιρροές από τα έργα του Κλόνζα και του Δαμασκηνού.

Η άλωση του Χάνδακα από τους Οθωμανούς το 1669 ανακόπτει την πνευματική άνθιση της πόλης. Έργα τέχνης και δημιουργοί μεταφέρονται στα νησιά του Ιονίου και τη Βενετία. Οι ζωγράφοι της διασποράς καταφέρνουν να συντηρήσουν τις καλλιτεχνικές τους παραδόσεις και να διατηρήσουν τη φήμη τους στον ορθόδοξο κόσμο. Σε συνθήκες αρκετά δύσκολες η χριστιανική παράδοση συντηρείται στο Χάνδακα με επίκεντρο το μοναδικό ορθόδοξο ναό, το σιναϊτικό μετόχιο του Αγίου Ματθαίου, ως στις αρχές του 18ου αιώνα, όταν επετράπη η ανασύσταση της μητρόπολης με έδρα τον ναό του Αγίου Μηνά και της Παντάνασσας (σημερινό Μικρό Άγιο Μηνά). Κύριο καλλιτεχνικό εργαστήριο της περιόδου είναι εκείνο των Καστροφυλάκων που συνεχίζει την παράδοση των κρητικών αγιογράφων -κυρίως του Μιχαήλ Δαμασκηνού- εμπλουτισμένη με εικονογραφικά στοιχεία της φλαμανδικής τέχνης.